Το γεωπεριβάλλον είναι αναπόσπαστο τμήμα του φυσικού περιβάλλοντος, δυναμικά και διαρκώς εξελισσόμενο. Εξ αυτού του λόγου, βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με όλες τις φυσικές διεργασίες, αλλά και τη δραστηριότητα του ανθρώπου σε αυτό. Το θεσμικό πλαίσιο, επί δεκαετίες, έσπευσε να προστατέψει το βιοτικό περιβάλλον, το οποίο κινδύνευε από την έντονη δραστηριότητα του ανθρώπου και λησμόνησε να ασχοληθεί με το βάθρο όλων των οικοσυστημάτων, που είναι το έδαφος, δηλαδή η ίδια η Γη.
Κατά τη διάρκεια λειτουργίας του θεσμού του Συνηγόρου του Πολίτη έχει κατατεθεί ιδιαίτερα σημαντικός αριθμός αναφορών, οι οποίες άμεσα ή έμμεσα αφορούν την υποβάθμιση και καταστροφή του γεωλογικού περιβάλλοντος της χώρας. Οι υποθέσεις αφορούν διαφορετικές μορφές γεωλογικών – γεωμορφολογικών δομών (πχ. παλαιοντολογικές θέσεις, καρστικές δομές όπως τα σπήλαια, θέσεις πετρολογικού ενδιαφέροντος, θέσεις γεωυδρολογικού ενδιαφέροντος, ανθωπογενείς γεώτοπους, γεωπολιτιστικές θέσεις κλπ). Εξαιτίας, αφενός της απουσίας άμεσης θεσμικής προστασίας των γεωτόπων άνευ αναγκαιότητας έκδοσης οιασδήποτε διοικητικής πράξης και αφετέρου της άρνησης ευθείας ανάληψης αρμοδιοτήτων από τη διοίκηση σχετικά με τη φύλαξη και διατήρηση του γεωπεριβάλλοντος, η Αρχή στις περισσότερες των περιπτώσεων, χωρίς να παραγνωρίζει την αξία της προστασίας όλων των περιβαλλοντικών στοιχείων, επιδιώκει την προστασία αυτών μέσω διατάξεων άλλων προστατευτέων αντικειμένων, που πιθανά συνυπάρχουν στις εκτάσεις αυτές, προσπαθώντας να αναδείξει τα ποικίλα περιβαλλοντικά αδικήματα. Ενδεικτικά ως εργαλεία νομικής προστασίας χρησιμοποιούνται ο αρχαιολογικός νόμος, ο δασικός νόμος, η σχετική νομοθεσία περί υπογείων υδάτων, οι διατάξεις των προστατευόμενων περιοχών του δικτύου Natura, σε συνάρτηση με τις προβλέψεις περί περιβαλλοντικής ευθύνης κλπ. Οι σημαντικότερες περιβαλλοντικές καταστροφές, ως αποτέλεσμα μη σύννομων ενεργειών είτε από ιδιώτες είτε από τη διοίκηση παρατηρούνται κατά τη διάρκεια λατομικών δραστηριοτήτων, κατά την εγκατάσταση λοιπών βιομηχανικών – βιοτεχνικών δραστηριοτήτων, κατά την οικιστική ανάπτυξη, αλλά και κατά την προσπάθεια τουριστικής αξιοποίησης περιοχών. Περαιτέρω, το περιβαλλοντικό αδίκημα, το οποίο καταγράφεται συχνότατα, είναι η ανεξέλεγκτη διάθεση αποβλήτων με αποτέλεσμα την υποβάθμιση γεωμορφολογικών δομών και τοπίων μεγάλης αξίας.
Συμπερασματικά, από την έρευνα της Ανεξάρτητης Αρχής προέκυψε ότι η νομοθετική αντιμετώπιση καταδεικνύει την έλλειψη ολοκληρωμένης κατανόησης του προστατευτέου αντικειμένου, αλλά και ενεργού ενδιαφέροντος της διοίκησης. Για να ενεργοποιηθεί οιαδήποτε προστασία είναι αναγκαία η θεσμική κατηγοριοποίηση των γεωτόπων και ο καθορισμός του πλαισίου των επιτρεπόμενων επεμβάσεων και των αναγκαίων μελετών για τη διατήρησή τους. Η γεωδιατήρηση είναι αναγκαίο να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη τόσο στις μελέτες πριν την εκτέλεση ενός έργου, όσο και κατά τον χωροταξικό σχεδιασμό. Περαιτέρω, είναι επιβεβλημένη η άμεση προστασία από συγκεκριμένο φορέα της δημόσιας διοίκησης. Για να πραγματοποιηθεί αυτό, απαιτείται τροποποίηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας με την υιοθέτηση οριζόντιου θεσμικού πλαισίου που να στοχεύει ευθέως στην προστασία των γεωτόπων, με την επιβολή κυρώσεων στους παραβάτες.