Σκοπός της παρουσίασης είναι η διερεύνηση του ρόλου της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (ΕΚΕ) στην προστασία του περιβάλλοντος και η εξέταση της σχέσης ανάμεσα στην ΕΚΕ και το Δίκαιο. Το βασικό ερώτημα που διερευνά η παρουσίαση είναι κατά πόσο μπορεί η ΕΚΕ ως έκφανση της αυτορρύθμισης των επιχειρήσεων να αναπληρώνει τυχόν αδυναμίες του νομικού πλαισίου για την εφαρμογή της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει.
Για αυτόν τον λόγο εξετάζεται α) η αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου για την εφαρμογή της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει και τα κενά του Περιβαλλοντικού Δικαίου, που πιθανόν η ΕΚΕ μπορεί να καλύψει,
β) η ικανότητα της ΕΚΕ να καλύψει αυτά τα κενά λαμβάνοντας υπόψιν και την αποτελεσματικότητα της διείσδυσης του Δικαίου στο πεδίο της ΕΚΕ για τη ρύθμιση της και την αντιμετώπιση του φαινομένου του πράσινου ξεπλύματος.
α) Εξετάζοντας την αποτελεσματικότητα της Οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη (2004/35/ΕΚ), που βασίζεται σε ένα μοντέλο ευθύνης δημοσίου δικαίου για την εφαρμογή της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει, προκύπτει, ότι εκ των πραγμάτων η ΕΚΕ καλείται να καλύψει τις αδυναμίες της εν λόγω οδηγίας. Το ίδιο ισχύει και για την Οδηγία 2008/99/ΕΚ, λόγω των εγγενών ορίων του ποινικού δικαίου στην προστασία του περιβάλλοντος.
β) Η παρουσίαση ερευνά τα όρια της ΕΚΕ στην αναπλήρωση των κενών του δικαίου. Συμπεραίνει, ότι μία ολιστική προσέγγιση της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει, που θα περιλαμβάνει και την αστική ευθύνη, φέρεται να ενδυναμώνει και την ίδια την ΕΚΕ, εφόσον μέσω της ΕΚΕ μειώνεται η έκθεση των επιχειρήσεων στις συνέπειες του νόμου. Όσο αποτελεσματικότερη είναι η ρύθμιση της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει, τόσο περισσότερο η ΕΚΕ μπορεί να συμβάλλει στη ratio αυτής, δηλαδή στην πρόληψη της περιβαλλοντικής ζημίας, με πολλαπλά οφέλη για το περιβάλλον και τις επιχειρήσεις. Εξάλλου η ανάδειξη του ρόλου της ΕΚΕ εξαρτάται από την αντιμετώπιση του φαινομένου του πράσινου ξεπλύματος. Εξετάζοντας για αυτόν τον λόγο τη διείσδυση του Δικαίου στην ίδια την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, μέσω της Οδηγίας 2014/95/ΕΕ για τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών από ορισμένες επιχειρήσεις, φαίνεται ότι, η αποτελεσματικότερη ρύθμιση της ίδιας της ΕΚΕ μπορεί να συμβάλλει σε έναν υγιή, θετικό περιβαλλοντικά ανταγωνισμό.
Επίσης η παρουσίαση προβάλλει τη σημασία των ΜΚΟ τόσο στην υιοθέτηση και στην πραγματοποίηση εκ μέρους των επιχειρήσεων της ΕΚΕ, όσο και στην εξέλιξη της ίδιας της ΕΚΕ μέσω της αποτελεσματικότερης ρύθμισης της. Εξάλλου οι ΜΚΟ, μπορούν να απαιτούν τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων όχι μόνο με το γράμμα, αλλά και με το πνεύμα του Νόμου. Η ΕΚΕ μπορεί έτσι να συμπληρώνει, όχι όμως να αναπληρώνει ή να αντικαθιστά το Περιβαλλοντικό Δίκαιο.