Η υιοθέτηση της Οδηγίας 2004/35/ΕΚ φιλοδόξησε να θεσπίσει ένα καινοτόμο εργαλείο περιβαλλοντικής ευθύνης βάσει της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών ζημιών, οι οποίες διακρίνονται για τη μη γραμμική και διάχυτη φύση τους. Ο ενωσιακός νομοθέτης επέλεξε να τοποθετήσει στο επίκεντρο του νέου -διοικητικού δικαίου- συστήματος ευθύνης τον φορέα της εκμετάλλευσης και την αρμόδια δημόσια αρχή, υιοθέτησε διπλό καθεστώς ευθύνης (αντικειμενική και υποκειμενική), ενώ προέβλεψε την υλοποίηση μόνον in natura μέτρων πρόληψης και αποκατάστασης των περιβαλλοντικών ζημιών.
Ωστόσο, παρά τον προοδευτικό χαρακτήρα του νομοθετήματος πολλές επιλογές στο τελικό κείμενο απομείωσαν την αποτελεσματικότητά του συνολικά. Πιο συγκεκριμένα, η κάλυψη μόνον τριών ειδών περιβαλλοντικών ζημιών (σε ύδατα, βιοποικιλότητα και έδαφος), οι εξαιρέσεις του άρθρου 4 της Οδηγίας, οι απαλλαγές από την υποχρέωση χρηματικής αποκατάστασης κατά το άρθρο 8 παρ.3 της Οδηγίας, η έλλειψη υποχρεωτικών μηχανισμών χρηματοοικονομικής ασφάλισης, και η μη κάλυψη των ιστορικών ρυπάνσεων ή αυτών με διάχυτο χαρακτήρα. Τα ανωτέρω σημεία σε συνδυασμό με την (συχνά) προβληματική μεταφορά της εν λόγω Οδηγίας στις εθνικές έννομες τάξεις οδήγησαν στην περιορισμένη ενεργοποίησή της σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στην αριθμητικά πενιχρή νομολογία του ΔΕΕ.
Στην υπερδεκαετή διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου ενωσιακού νομοθετήματος έχουν πολλαπλώς καταγραφεί οι ασάφειες και οι αγκυλώσεις του, ενώ η αναζήτηση λύσεων ή βελτιωτικών παρεμβάσεων απασχολεί σταθερά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έχει εκδώσει πολυάριθμες μελέτες για επιμέρους ζητήματα.
Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, έμφαση θα δοθεί στις κυριότερες αδυναμίες της Οδηγίας 2004/35/ΕΚ και στις προτάσεις αναθεώρησης ή συμπλήρωσης του ρυθμιστικού πεδίου της. Ειδικότερα, θα εξετασθούν τα προβλήματα κατά την θεμελίωση της απαιτούμενης αιτιώδους σύνδεσης, οι τεχνικές δυσκολίες υλοποίησης των μέτρων in natura αποκατάστασης, η εφαρμογή των εξαιρέσεων και απαλλαγών της Οδηγίας και η απουσία κυρωτικών μέτρων από τη μη εφαρμογή των ρυθμίσεών της. Περαιτέρω, θα μελετηθούν οι προοπτικές διεύρυνσης του ρυθμιστικού πεδίου της Οδηγίας, η παράλληλη υιοθέτηση αποζημιωτικών ταμείων για περιβαλλοντικές ζημίες που εκφεύγουν του πεδίου της Οδηγίας, η πορεία προς τη θέσπιση υποχρεωτικών εργαλείων χρηματοοικονομικής ασφάλισης, καθώς και οι προσπάθειες ενίσχυσης της πρακτικής εφαρμογής της Οδηγίας με πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.