Η πολύ πρόσφατη καταδίκη της χώρας μας από το ΔΕΕ, με την από 10.11.2016 απόφασή του στην υπόθεση C-504/14 (Επιτροπή κατά Ελλάδος), για παραβίαση της ευρωπαϊκής Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ με την υποβάθμιση του ενταγμένου στο δίκτυο Natura 2000 φυσικού οικοτόπου του προστατευόμενου είδους θαλάσσιας χελώνας Caretta-caretta στην περιοχή Θίνες Κυπαρισσίας καταδεικνύει την ύπαρξη ελλείμματος στην προστασία του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας στην ελληνική έννομη τάξη.
Η διατήρηση της βιολογικής ποικιλομορφίας υλοποιείται με την υποχρέωση θέσπισης των κατάλληλων μέτρων για την αποφυγή της υποβάθμισης των οικοτόπων και της ενόχλησης των προστατευόμενων ειδών, για τα οποία θεσπίζονται Ειδικές Ζώνες Διατήρησης στο πλαίσιο των γενικών αρχών της πρόληψης και προφύλαξης που διαπνέουν το Δίκαιο Περιβάλλοντος. Η, έστω και υπό όρους, αδειοδότηση οικοδομικών εργασιών και αγροτικών δραστηριοτήτων στην ευρύτερη περιοχή του οικοτόπου από την ελληνική πολιτεία συνιστά παράβαση της άνω υποχρέωσης, ενώ η επιλογή κατασταλτικών μέτρων των σχετικών παραβάσεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας από ιδιώτες, υπό μορφή επιβολής προστίμων, ουδόλως συνεισφέρει στην επαρκή προστασία. Αντιθέτως, η προβλεπόμενη από την Οδηγία εγκαθίδρυση της υποχρεωτικής διαδικασίας δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεων αναπτυξιακών σχεδίων και έργων στις προστατευόμενες περιοχές, κατά την οποία εκτιμώνται ad hoc όλα τα επιμέρους στοιχεία τους, ώστε να μην παραβλάπτεται η ακεραιότητά του, ως προληπτικό μέτρο, συμβάλλει στον επιδιωκόμενο σκοπό, με την προϋπόθεση ότι η τελευταία πραγματοποιείται κατ’ αντικειμενικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες της προστατευόμενης περιοχής.
Το νομοθετικό καθεστώς προστασίας που επιβάλλει η εν λόγω Οδηγία πρέπει να είναι πλήρες και συνεκτικό, με την επιμέρους επιλογή των απαιτούμενων κατά περίπτωση μέτρων να καταλείπεται στην ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη. Η έκδοση, πάντως, σειράς υπουργικών αποφάσεων για το κρινόμενο ζήτημα με αντικείμενο την ρύθμιση της χρήσης των παραλιών της περιοχής, την παύση ορισμένων αγροτικών δραστηριοτήτων, την αναστολή χορήγησης οικοδομικών αδειών, την απαγόρευση ασφαλτόστρωσης των παρακείμενων οδών, οι οποίες αποδεδειγμένα δεν στάθηκαν αρκετές για την αποτροπή της συστηματικής διακινδύνευσης του είδους, στην προστασία του οποίου ακριβώς σκοπούν, απέχει πολύ από το να θεωρηθεί ότι εξασφαλίζει τη βιοποικιλότητα και τη διατήρηση των οικοτόπων.
Η παρούσα ανακοίνωση σκοπεί στην διευκρίνιση των προεκτεθέντων προβλημάτων με παράλληλη αναφορά στις σχετικές διατάξεις της ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, καθώς και στη νομολογία του ΔΕΕ, ως κατεξοχήν ερμηνευτή και θεματοφύλακα της εφαρμογής της τελευταίας.