Οι προσπάθειες για τον περιορισμό της ρύπανσης στο νερό, το έδαφος και τη βιοποικιλότητα και για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής κοστίζουν αποδεδειγμένα πολλά χρήματα στην κοινωνία, παρά το ότι η καλή ποιότητα του αέρα, το καθαρό νερό, η υγεία των εδαφών, η απώλεια της βιοποικιλότητας, μεταξύ πολλών άλλων, είναι άυλες αξίες και δεν τιμολογούνται και έτσι δε συμμετέχουν στις μακροοικονομικές ή μικροοικονομικές διαδικασίες.
Η τεράστια εγγενής αξία της βιοποικιλότητας και των υπηρεσιών των οικοσυστημάτων δεν αντικατοπτρίζεται στις νομισματικές οικονομίες και αυτό είναι πρόδηλο, τόσο στους ελλειμματικούς δείκτες με τους οποίους οι χώρες καταγράφουν το εθνικό-συλλογικό τους προϊόν, όσο και στις περιοδικές αναφορές των επιχειρήσεων από τις οποίες απουσιάζει όχι μόνο η αξία της βιοποικιλότητας, αλλά και του φυσικού περιβάλλοντος γενικότερα.
Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια η οικονομική αποτίμηση του περιβάλλοντος αποκτά έμπρακτο ενδιαφέρον για τους φορείς που εμπλέκονται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων λόγω της ευαισθητοποίησης των πολιτών και των αλλαγών του νομοθετικού πλαισίου σε ευρωπαϊκό και κατ’ επέκταση εθνικό επίπεδο, που με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, επιβάλει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις την εφαρμογή μεθόδων περιβαλλοντικής αποτίμησης (π.χ. Οδηγίες: 1996/61 για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, 2000/60 για τη θέσπιση πολιτικής στη διαχείριση των υδατικών πόρων, 2004/35 περιβαλλοντική ευθύνη για την πρόληψη και αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών, όπου, για παράδειγμα, είναι επιθυμητή η χρήση διαδικασιών αξιολόγησης του κινδύνου, ούτως ώστε να μπορεί να σταθμισθεί σε ποιά έκταση είναι πιθανόν να επηρεασθεί δυσμενώς η ανθρώπινη υγεία). Με την εισαγωγή εννοιών, όπως ταυτοποίηση εκπομπής, γεγονότος ή ατυχήματος, περιβαλλοντική ευθύνη, εκτίμηση περιβαλλοντικού κινδύνου, επαναφορά στην αρχική κατάσταση, περιβαλλοντική παρακολούθηση και συμμόρφωση, εφαρμογή αντιρρυπαντικών τεχνολογιών, πρόληψη ρύπανσης, κλπ., γίνεται εμφανής η ανάγκη αξιολόγησης και εκτίμησης του περιβαλλοντικού κινδύνου και κυρίως της οικονομικής αποτίμησης διαφόρων σεναρίων περιβαλλοντικής αποκατάστασης, ενώ εμφανίζεται και η ανάγκη χρηματοοικονομικών εγγυήσεων. Η χώρα, ωστόσο, εξακολουθεί να στερείται επαρκούς ολοκληρωμένης εμπειρίας και γενικά δόκιμης και αποδεκτής σχετικής μεθοδολογίας, αλλά και σημαντικών στοιχείων και δεδομένων αναφοράς ως προς την καταγραφή/ εκτίμηση των επιπέδων επικινδυνότητας, την επαναφορά στην αρχική κατάσταση, αλλά και για την αποτίμηση του οφέλους που προκύπτει από τη βελτίωση του περιβάλλοντος, ή αντιστρόφως. Η ανάλυση κόστους-οφέλους της βελτίωσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος, προϋποθέτει χρηματική αποτίμηση όλων των σχετικών τύπων οφέλους και κόστους, δηλαδή των περιβαλλοντικών αγαθών και των υπηρεσιών, που δεν ανταλλάσσονται σε καμία αγορά και στην αποτίμηση των τύπων οφέλους που δεν εμφανίζονται στην αγορά και οι οποίοι συνδέονται με την αξία της παθητικής χρήσης ή της μη χρήσης.