Οι διατάξεις του άρθρου 28 Ν. 1650/1986 για την ποινική προστασία του περιβάλλοντος αποτελούσαν ανέκαθεν πεδίο πολυδιάστατου προβληματισμού αναφορικά με τη θεμελίωση και κυρίως με την υποκειμενική έκταση του δικαιώματος παράστασης πολιτικής αγωγής στις αντίστοιχες δίκες. Παρότι μάλιστα ο νομοθέτης είχε κρίνει απαραίτητο να μεριμνήσει για τον αυθεντικό προσδιορισμό των ενεργητικώς νομιμοποιούμενων προσώπων, αξιολογώντας προδήλως ως λειτουργικά ανεπαρκές – ίσως, όμως, εν ταυτώ και ως αφόρητα δεσμευτικό – το γενικό κριτήριο της άμεσης ζημίας, κατέληξε, εντούτοις, σε επιλογές, τουλάχιστον συζητήσιμες από πλευράς νομικής ορθότητας και δικαιοπολιτικής σκοπιμότητας, παράλληλα, δε, εκ του αποτελέσματος ατυχείς, στο μέτρο που δεν διαμόρφωναν εναργείς και ελέγξιμους κανόνες, ικανούς να αποτρέψουν με πειστική επιχειρηματολογία τη συμμετοχή ως πολιτικώς εναγόντων στην ποινική δίκη και άλλων, πέραν των ευθέως κατονομαζόμενων στο νομοθετικό κείμενο, φορέων. Η επιβεβλημένη, ωστόσο, αναζήτηση διεξόδων στην αμηχανία υποδοχής και την αναπόφευκτη αδυναμία ενιαίας δικονομικής αντιμετώπισης τέτοιου είδους δηλώσεων παράστασης πολιτικής αγωγής, ως συνεπειών που εύλογα προκλήθηκαν και ευδιάκριτα αποτυπώνονται στα δείγματα νομολογιακής αντιμετώπισης του θιγόμενου ζητήματος, ουδόλως ασφαλώς εναρμονίζεται με την υιοθέτηση ενός διευρυμένου στα όρια της γενίκευσης καταλόγου νομοθετικά προβλεπόμενων εν δυνάμει πολιτικώς εναγόντων κατά την εκδίκαση των περιβαλλοντικών αδικημάτων.
Με άλλα λόγια, η συναφώς ομόρροπη επεξεργασία και εν τέλει μεταρρύθμιση της επίμαχης έβδομης παραγράφου του άρθρου 28 Ν. 1650/1986 με το άρθρο 16 § 5 Ν. 3937/2011 και οι περιορισμένες, μάλλον εμβαλωματικές, πλην καίριες προσθήκες του άρθρου 7 § 7 Ν. 4042/2012, που της προσέδωσαν την νυν υφιστάμενη μορφή της, φαινομενικά μεν αποσαφηνίζουν το καθεστώς της ενεργητικής νομιμοποίησης, ταυτόχρονα, όμως, επιτρέποντας να παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες πάσης φύσεως νομικά πρόσωπα και ενώσεις, ακόμη και μεμονωμένοι ιδιώτες, ακαθόριστου, χαλαρού ή και ελλείποντος συνδέσμου με το δικαζόμενο περιβαλλοντικό αδίκημα, υπονομεύουν τη λειτουργία της τελευταίας ως διηθητικού φίλτρου για τη μετάβαση από την ιδιότητα του θύματος σε εκείνη του διαδίκου της ποινικής δίκης.
Υπό τα εκτεθέντα δεδομένα η εισήγηση αυτή επιχειρεί να καταγράψει τα κυριότερα ερμηνευτικά προβλήματα κατά την προσέγγιση του άρθρου 28 § 7 Ν. 1650/1986 και να εισφέρει σκέψεις για τον απαιτούμενο εξορθολογισμό του δικαιώματος παράστασης πολιτικής αγωγής στα οικεία αδικήματα, ώστε να εξασφαλιστεί η συμμετοχή των αμέσως ζημιωθέντων, να αποδοθεί ο προσήκων δικονομικός ρόλος σε κοινωνικούς φορείς που μπορούν, πράγματι, να παράσχουν πολύτιμη συμβολή κατά την ποινική αξιολόγηση των προκείμενων παραβατικών συμπεριφορών, αλλά και να αποκλειστεί η παρείσφρηση εκφυλιστικών παραγόντων, αδικαιολόγητα επιβαρυντικών για τη δικονομική θέση του κατηγορουμένου και σαφέστατα αποπροσανατολιστικών σε συνάρτηση με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.