Η σύγχρονη προσέγγιση για τον σχεδιασμό τόπων για παιδιά είναι τα ‘natural playscapes’- φυσικοί χώροι παιχνιδιού - που αντιπροσωπεύουν φυσικές θέσεις, π.χ. δάσος και προσφέρουν ευρύ φάσμα αόριστου παιχνιδιού, μη καθορισμένων μορφών. Μία πολύ βασική σχεδιαστική αρχή είναι η εκπαιδευτική διάσταση, καθώς είναι πλέον αποδεκτό πως τα παιδιά μαθαίνουν βιωματικά πως λειτουργούν οι αισθήσεις τους, μέσα από το παιχνίδι. Σύμφωνα με τον Brown (2009), «το παιχνίδι είναι η μόνη ανθρώπινη δραστηριότητα που μπορεί να επιτύχει ικανή εμβύθιση ώστε να ενεργοποιηθούν πλήρως οι μηχανισμοί του ‘projected self’ και μπορεί να επιτύχει τον μεγαλύτερο βαθμό συγκέντρωσης, ενώ διατηρεί τον ενθουσιασμό και αντιστέκεται στην αδιαφορία λόγω επαναληψιμότητας».
Η πρόταση αφορά τη δημιουργία ενός τόπου για παιδιά, μέσα στον αστικό ιστό, με φυσικά υλικά και χαρακτηριστικά, ενισχύοντας την οικολογική και συλλογική συνείδηση, μέσα από αυθόρμητες δραστηριότητες παιχνιδιού. Είναι ένα εγχείρημα, με πιλοτικό χαρακτήρα, εισχώρησης της φύσης στον αστικό ιστό, συμβάλλοντας στη μείωση του αστικού οικολογικού αποτυπώματος και στην επίτευξη της αστικής αειφορίας, μέσω της αποδοτικότερης χρήσης φυσικών πόρων και της αξιοποίησης των χαρακτηριστικών του υφιστάμενου περιβάλλοντος. Στόχος είναι να δημιουργηθούν στα παιδιά μνήμες, ικανές να συντελέσουν στη συνειδητοποίηση της σημασίας της φύσης, της πολιτιστικής ταυτότητας (τοπικότητα), της ευθύνης για το περιβάλλον και στην αλλαγή συμπεριφοράς και τρόπου ζωής των ανθρώπων (απόκτηση οικολογικής συνείδησης, Roseland 1997), οδηγώντας τελικά στην αναζήτηση αστικών οικοσυστημάτων, βασισμένων στις αρχές της Διαγενεακής Περιβαλλοντικής Δικαιοσύνης.
Η υφιστάμενη κατάσταση της τοποθεσίας προς διαμόρφωση είναι μία κατακερματισμένη επιφάνεια, που αποτελείται από αστικά “θραύσματα”, απομεινάρια μίας προγενέστερης φυσικής κατάστασης (“ίχνος” περιαστικού δάσους), η οποία “συμπιέζεται”, χωρικά και αντιληπτικά, από τις παρακείμενες χρήσεις (εκκλησία, σχολείο, πάρκο και παιδική χαρά). Προτείνεται η διαμόρφωση επιμέρους μικροτοποθεσιών, οι οποίες αναπαριστούν φυσικές θέσεις, όπως “το δάσος”, “ο λόφος”, “ο αγρός”, “το ποτάμι”, “η όχθη” και “η λίμνη”, που παίζουν βασικό ρόλο στις ιστορίες των παιδιών. Οι κατασκευές των χωρικών ενοτήτων θα είναι φτιαγμένες από φυσικά υλικά (κορμοί δέντρων). Σχεδιασμένα μονοπάτια, από χώμα ή βιοκλιματικά υλικά, οργανώνουν τον χώρο, ενώνοντας και ταυτόχρονα χωρίζοντας τις υποενότητες. Επίσης, στον σχεδιασμό περιλαμβάνονται ένα λιβάδι με αγρωστώδη φυτά, ένας κήπος με αρωματικά είδη (σήμανση βοτανολογικής ονομασίας για την ενίσχυση του εκπαιδευτικού χαρακτήρα) και ένας κήπος βροχής, για την εκπαίδευση των παιδιών στην προστασία του νερού (κύκλος του νερού).
Μέσω της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, τα παιδιά-μελλοντικοί πολίτες αποκτούν ενσυναίσθηση, δηλαδή ότι είναι μέλη μίας ευρύτερης βιοκοινότητας και βιοκεντρική θεώρηση της αειφορίας, ώστε να διεκδικήσουν μία καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ίδιους και τους απογόνους τους.