Στο νέο άρθρο της, στις 23.12.2020, η Συντονίστρια του Παρατηρητηρίου Περιβαλλοντικού Δικαίου Δυτικής Κρήτης κ. Μαρία Μανιαδάκη πραγματεύεται τη συσχέτιση διάπραξης περιβαλλοντικού εγκλήματος και φύλου, όπως αυτή προέκυψε από την επεξεργασία των δεδομένων των περιβαλλοντικών υποθέσεων που ερευνήθηκαν στα δικαστήρια των Περιφερειακών Ενοτήτων Χανίων και Ρεθύμνου και αφορούσαν στην περίοδο 2015-2017.
Αναλυτικότερα, η κα Μανιαδάκη αναφέρει:
Το φύλο του δράστη έχει χαρακτηριστεί ότι αποτελεί «την ασφαλέστερη πρόβλεψη σε ένα τελεσθέν έγκλημα» και τούτο διότι οι άνδρες διαπράττουν πολύ περισσότερα εγκλήματα από τις γυναίκες. Το γεγονός αυτό παρατηρείται σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, σε όλες τις κοινωνίες και αφορά σχεδόν κάθε κατηγορία εγκλήματος.
Ο ιατρός- εγκληματολόγος Τσέζαρε Λομπρόζο (1895) αναπτύσσοντας την «εγκληματολογική ανθρωπολογία» περιέγραψε τις γυναίκες γενικά ως άτομα «ατελώς ανεπτυγμένα» και τις γυναίκες εγκληματίες ως άτομα με περισσότερα αρσενικά χαρακτηριστικά, προσδίδοντας έτσι μία βιολογική εξήγηση στη γυναικεία εγκληματικότητα. Κατά τον βιολογικό ντετερμινισμό, η γυναίκα δεν εγκληματεί διότι εκ φύσεως είναι σωματικά και ψυχικά πιο αδύναμη από τον άνδρα. Ωστόσο, η θεωρία αυτή αμφισβητήθηκε έντονα από τους σύγχρονους ερευνητές, οι οποίοι εστίασαν στον ρόλο των κοινωνικών παραγόντων για τη χαμηλή γυναικεία εγκληματικότητα. Συγκεκριμένα, τα κοινωνικά στερεότυπα ορίζουν την υποτακτική και παθητική στάση για τη γυναίκα, σε αντίθεση με την ενεργητική στάση και τη δυνατότητα διάπραξης εγκλήματος από τον άνδρα. Ολόκληρη η κοινωνία προσδοκά από την «αδύναμη» γυναίκα την αφοσίωση, την υποχώρηση και τη φροντίδα των άλλων, με αποτέλεσμα να ασκείται καθημερινά στις γυναίκες εντονότερος κοινωνικός έλεγχος, ο οποίος τις «προλαβαίνει» από τη διάπραξη εγκλημάτων, ενώ την ίδια στιγμή το αγόρι κοινωνικοποιείται με το πρότυπο της δύναμης και της ενεργητικής αντίδρασης, το οποίο το εξοικειώνει με την πιθανή υιοθέτηση παραβατικής δραστηριότητας. Η γυναίκα με λίγα λόγια δεν έχει κατ’ αρχήν τα ίδια κίνητρα με τον άντρα για τη διάπραξη μίας εγκληματικής πράξης, καθώς τα κίνητρά της καθορίζονται από τα κοινωνικά στερεότυπα και τον κοινωνικό έλεγχο. Παράλληλα, είναι γεγονός ότι οι γυναίκες συνεχίζουν να έχουν λιγότερες «ευκαιρίες» διάπραξης εγκληματικών πράξεων, παρά την είσοδό τους στον δημόσιο και επαγγελματικό χώρο, καθόσον η πρόσβαση των γυναικών σε κάποια επαγγέλματα ή σε ανώτερες θέσεις ευθύνης παραμένει περιορισμένη. Μάλιστα, ακόμα και εάν υπάρχουν γυναίκες που κατέχουν ηγετικές θέσεις, εκείνες δεν απολαμβάνουν την ίδια ελευθερία με τους άρρενες συναδέλφους τους, αλλά αντιθέτως ευρίσκονται υπό τη διαρκή εποπτεία των ανδρών στον επαγγελματικό χώρο τους. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, είναι σύνηθες οι γυναίκες να εισέρχονται εν τέλει στον κόσμο του εγκλήματος όχι εξ ιδίας πρωτοβουλίας αλλά διαμέσου οικογενειακών μελών τους ή συντρόφων τους, ως συνεργοί.
Μέσα στο θεωρητικό αυτό πλαίσιο κατά τη διάρκεια της δικαστικής έρευνας του Παρατηρητηρίου Περιβαλλοντικού Δικαίου Δυτικής Κρήτης, το οποίο λειτουργεί από το 2016 στο πλαίσιο του Προγράμματος LIFE NATURA THEMIS*, ερευνήθηκε μεταξύ άλλων και το ποσοστό της γυναικείας εγκληματικότητας στα περιβαλλοντικά εγκλήματα. Από τυχαίο δείγμα 206 εξετασθεισών υποθέσεων περιβαλλοντικών εγκλημάτων των Πλημμελειοδικείων Χανίων και Ρεθύμνου περιόδου 2015-2017, μόλις 29 υποθέσεις, ήτοι ποσοστό μόλις 14% είχαν ως φερόμενους/θεωρούμενους δράστες άτομα γυναικείου φύλου. Το ποσοστό αν και αναμενόμενο, ήταν εντυπωσιακό.
Αναζητώντας την εξήγηση της χαμηλής γυναικείας περιβαλλοντικής εγκληματικότητας σε συνάρτηση και με τα λοιπά αποτελέσματα της δικαστικής έρευνας του Παρατηρητηρίου Περιβαλλοντικού Δικαίου Δυτικής Κρήτης, από την οποία έχουν προκύψει τα συχνότερα διωκόμενα περιβαλλοντικά εγκλήματα, το ύψος των ποινών κ.λπ., μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι εν προκειμένω δεν παίζουν ρόλο τόσο τα εγκαθιδρυμένα κοινωνικά στερεότυπα αλλά οι μειωμένες «ευκαιρίες» διάπραξης εγκληματικών πράξεων. Το γεγονός δηλαδή ότι τα συχνότερα περιβαλλοντικά εγκλήματα συναρτώνται άμεσα με την οικονομική δραστηριότητα του νησιού, καταδεικνύει ότι η βασική αιτία της χαμηλής γυναικείας περιβαλλοντικής εγκληματικότητας είναι κυρίως οι μειωμένες «ευκαιρίες» διάπραξης εγκληματικών πράξεων, καθόσον οι γυναίκες είτε συμμετέχουν πολύ λιγότερο από τους άντρες σε δραστηριότητες που δυνητικά μπορούν να βλάψουν το περιβάλλον, όπως κτηνοτροφικές, αγροτικές δραστηριότητες, αλιεία, θήρα κ.λπ. είτε ηγούνται σπάνια επιχειρήσεων που δυνητικά μπορούν να βλάψουν το περιβάλλον, όπως ελαιοτριβεία, ξενοδοχεία, κατασκευαστικές εταιρείες κ.λπ.
Πάντως, η δικαστική έρευνα του Παρατηρητηρίου Περιβαλλοντικού Δικαίου Δυτικής Κρήτης κατέληξε ότι ως προς τις επιβληθείσες ποινές δεν υφίσταται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των δύο φύλων στα εξεταζόμενα περιβαλλοντικά εγκλήματα, γεγονός που είναι ενθαρρυντικό ως προς την αμερόληπτη και ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Συμπερασματικά, από τα ανωτέρω γίνεται φανερό ότι η ανδροκρατία καλά κρατεί, με τη διαπιστωθείσα χαμηλή γυναικεία περιβαλλοντική εγκληματικότητα να αποτελεί έναν ακόμα δείκτη για τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών όσον αφορά την ισότητα των ευκαιριών. Μπορεί βέβαια οι μειωμένες «ευκαιρίες» διάπραξης μίας εγκληματικής πράξης να προφυλάσσουν το γυναικείο φύλο από την τέλεση ποινικά κολάσιμων πράξεων, έχοντας ένα θετικό αντίκτυπο ως προς το προφίλ της γυναίκας, πλην όμως δεν παύουν να αντικατοπτρίζουν τις ακόμα και σήμερα τεράστιες ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων στον δημόσιο και επαγγελματικό χώρο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
-
Joseph William Kremer (2010), Is Environmental Crime Gendered?
-
Μ. Θεοδωροπούλου (2009), Η γυναίκα ως δράστης και η αντιμετώπισή της από το σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης, ΕΚΕ, 129 Β΄2009, 125-156
-
Στοιχεία του Παρατηρητηρίου Περιβαλλοντικού Δικαίου Δυτικής Κρήτης