Σε περίπτωση που κτηνοτρόφος ή γεωργός παραπεμφθεί για περιβαλλοντική υποβάθμιση, ο Εισαγγελέας μπορεί υπό προϋποθέσεις να διατάξει την παρεπόμενη ποινή που προβλέπει το άρθρο 5 του ν. 1300/1982 και αφορά σε κτηνοτροφικό δάνειο ή επιδότηση ή οικονομική ενίσχυση από οποιοδήποτε φορέα ή φορολογική απαλλαγή. Για παράδειγμα, καμία από τις παραπάνω ενισχύσεις δεν χορηγείται στον καταδικαζόμενο για ζωοκτονία από το κράτος πριν περάσουν τρία χρόνια από την έκτιση της ποινής. Μετά δε την τελεσίδικη καταδίκη κηρύσσονται ληξιπρόθεσμες όλες οι οφειλές του καταδικαζόμενου προς τους κρατικούς φορείς η τράπεζες.
Αφαιρείται η άδεια κυνηγιού από κυνηγό, του οποίου ο σκύλος που χρησιμοποιείται στο κυνήγι δεν έχει σημανθεί και δεν φέρει ενημερωμένο το βιβλιάριο υγείας ή το διαβατήριο κατά τη διάρκεια του κυνηγιού ή την οποιαδήποτε μετακίνηση του, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 4 του ν. 4039/2012.
Ο κάτοχος ζώου συντροφιάς υποχρεούται σε σήμανση του ζώου κατ΄άρθρο 21 του ν. 4039/2012. Η παράλειψη εμπρόθεσμης σήμανσης και καταγραφής ή δήλωσης της απώλειας του συνεπάγεται πρόστιμο 300 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 4039/2012.
Ο κάτοχος ζώου συντροφιάς απαγορεύεται κατά το άρθρο 5, παρ. 2 στοιχείο ε) του ν. 4039/2012, να εγκαταλείπει το ζώο του. Σε περίπτωση που επιθυμεί να αποχωριστεί το ζώο συντροφιάς, πρέπει να γνωστοποιεί στην αρμόδια υπηρεσία του Δήμου, να το παραδίδει σε κτηνίατρο και να λαμβάνει από πιστοποιημένο αντίγραφο της μεταβολής της εγγραφής του ζώου του στη Διαδικτυακή Ηλεκτρονική Βάση σήμανσης και καταγραφής των ζώων συντροφιάς, όπου θα αναφέρεται ο Δήμος ως προσωρινός κάτοχος. Το άρθρο 20 παρ. 4α του ν. 2017/1992 και το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 1197/1981 ποινικοποιεί την εγκατάλειψης ζώου συντροφιάς. Το άρθρο 13 του ν. 3170/2003 (ΦΕΚ 191/Α/29-07-2003) προβλέπει διοικητικές κυρώσεις κατόχων αδέσποτων ζώων συντροφιάς.
Απαγορεύεται η κατοχή άγριου ζώου, ως ζώου συντροφιάς σύμφωνα με το άρθρο 3 του ΠΔ 67/81.
Απαγορεύεται κατ΄άρθρο 9 της ΥΑ 125188/246/13 η εισαγωγή, εξαγωγή, κατοχή και η διατήρηση ζώντων ζώων που αφορούν σε είδη που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Α του Κανονισμού (ΕΚ) 338/97.
Όποιος αφήνει να περιφέρεται ελεύθερα άγριο ζώο τιμωρείται κατ’ άρθρο 435 ΠΚ.
Σε περίπτωση δηλητηρίασης ο Εισαγγελέας δύναται να δώσει εντολή για ανίχνευση τοξικών ουσιών και δηλητηρίων βάσει του άρθρου 3, παρ. 3, στοιχείο Π, γ του Π.Δ. 455/90 (ΦΕΚ Α 174/14.12.1990). Η εντολή απευθύνεται στο Τμήμα Τοξικολογίας των Ζώων του Ινστιτούτου Βιοχημείας, τοξικολογίας της διατροφής των ζώων του Κέντρου Κτηνιατρικών Ιδρυμάτων Αθηνών (Νεαπόλεως 25, 15310, Αγ. Παρασκευή Αττικής, 210 6011684, 210 6010925 (εσωτ. 114).
O Εισαγγελέας δύναται να διερευνήσει την προέλευση, εμπορία του δηλητηρίου. Τα άρθρα 422, 423, 479 ΠΚ βρίσκουν εφαρμογή για παραγωγούς και χρήστες δηλητηρίων. Τα άρθρα 279, 282 ΠΚ και 1 του ν. 1300/82 βρίσκουν εφαρμογή για τη δίωξη της δηλητηρίασης δεσποζόμενων ζώων. Τα άρθρα 28 του ν. 1650/86, 9 του ΠΔ 67/81 και 3, στ του 4043/12 βρίσκουν εφαρμογή για τη δίωξη της δηλητηρίασης ζώων της άγριας πανίδας.
O Εισαγγελέας ανεξάρτητα της άσκησης ποινικής δίωξης μπορεί να αναφέρει κάθε περιστατικό υποβάθμισης περιβάλλοντος στο Συντονιστικό Γραφείο Αντιμετώπισης Περιβαλλοντικών Ζημιών (ΣΥΓΑΠΕΖ) του ΥΠΕΚΑ, προκειμένου εκείνο να λαμβάνει τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του ΠΔ 148/2009.